- ἀμφιρρεπής
- ἀμφιρρεπήςinclining both waysmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αμφιρρεπής — ές (Μ ἀμφιρρεπής) 1. αυτός που ρέπει, που κλίνει και προς τα δύο μέρη, ο αμφίρροπος 2. (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) τὸ ἀμφιρρεπές αμφίβολο, διφορούμενο 3. (το επίρρημα στη φράση) «ἀμφιρρεπῶς ἔχω» είμαι αμφίρροπος, αμφίβολος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + … Dictionary of Greek
ἀμφιρρεπῆ — ἀμφιρρεπής inclining both ways neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀμφιρρεπής inclining both ways masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀμφιρρεπής inclining both ways masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφιρρεπεῖ — ἀμφιρρεπής inclining both ways masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἀμφιρρεπής inclining both ways masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφιρρεπεῖς — ἀμφιρρεπής inclining both ways masc/fem acc pl ἀμφιρρεπής inclining both ways masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφιρρεπές — ἀμφιρρεπής inclining both ways masc/fem voc sg ἀμφιρρεπής inclining both ways neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφιρρεποῦς — ἀμφιρρεπής inclining both ways masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφιρρεπῶν — ἀμφιρρεπής inclining both ways masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφιρρεπῶς — ἀμφιρρεπής inclining both ways adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… … Dictionary of Greek
αμφίρροπος — η, ο (Α ἀμφίρροπος, ον) 1. αυτός που κλίνει και προς τα δύο μέρη 2. αμφίβολος, αβέβαιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + ροπος < ροπὴ < ρέπω πρβλ. και αμφιρρεπής] … Dictionary of Greek